- μικροχρονόμετρο
- τοόργανο που χρησιμεύει για την καταμέτρηση πολύ μικρών διαιρέσεων τού χρόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microchronometre (βλ. μικρ[ο]-). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.